- πλατυκήριο
- το, Νβοτ. γένος πτεριδόφυτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και το οποίο περιλαμβάνει 17 περίπου είδη επιφυτικών πτερίδων που είναι ιθαγενή τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών τής Αφρικής, τής Μαλαισίας, τής Αυστραλίας και τής Νότιας Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platycerium (< πλατυ-* + κηρίον < κηρός «κερί»)].
Dictionary of Greek. 2013.